Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Η οικονομική κρίση αποκαλύπτει τα όρια των οικονομικών θεωριών

Από kathimerini.gr , 12/8/2010

Οι οικονομολόγοι αδυνατούν να υποδείξουν στους κυβερνώντες την οδό της ανάπτυξης.

Σχεδόν όλοι ζητούν από τις κυβερνήσεις να λάβουν περαιτέρω μέτρα για την ανάκαμψη των οικονομιών. Ουδείς θέλει να δει την παγκόσμια οικονομία να υποχωρεί σε δεύτερο κύκλο ύφεσης. Στις μεγάλες, ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου -στις 31 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ- οι στρατιές των ανέργων απαριθμούν πλέον 46 εκατομμύρια, 50% υψηλότερα από το 2007. Δεν είναι απλώς ότι ο κόσμος δεν έχει δουλειά. Η μακροχρόνια ανεργία υποβαθμίζει τις ικανότητες των θυμάτων της, ωθώντας τα σε διαρκή αδυναμία εξεύρεσης απασχόλησης και στην υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου τους. Τι μπορούν να κάνουν όμως οι κυβερνήσεις; Αυτό είναι ασαφές.

Αγγίζουμε πλέον τα όρια της οικονομικής θεωρίας. Οπως υποστήριζε ο Κέινς, οι πολιτικοί ηγέτες είναι όμηροι των ιδεών των οικονομολόγων -ζωντανών και... νεκρών- ενώ αυτοί που βρίσκονται σήμερα ανάμεσά μας διαφωνούν ολοένα περισσότερο για το τι πρέπει να γίνει. Ασφαλώς, η αρχική αντιμετώπιση της κρίσης (οι σημαντικές περικοπές των επιτοκίων, η στήριξη των τραπεζών, τα δημόσια προγράμματα για την ανάπτυξη) μάλλον βοήθησε στο να αποφευχθεί μια κατάρρευση. Ομως, η τρέχουσα κρίση θέτει υπό αμφισβήτηση όλες τις κύριες οικονομικές θεωρίες: του Κέινς, του μονεταρισμού και των «λογικών προσδοκιών».

Το χάος που επικρατεί στον χώρο της επιστήμης αποτελεί το πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνονται οι κάθε είδους διαφωνίες ως προς τον δρόμο για τη χάραξη νέων πολιτικών.

Χρέη και δαπάνες

Ας δούμε το θέμα των εθνικών προϋπολογισμών. Θα μπορούσαν τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας, όπως υποστηρίζεται από τον Κέινς; Ή, μήπως, τα εκρηκτικά δημόσια χρέη εγκυμονούν μια νέα κρίση; Η λογική της θεωρίας του Κέινς μοιάζει ορθή. Εάν αποδυναμώνονται η καταναλωτική δαπάνη και οι πάγιες επενδύσεις, το κράτος τονώνει τη ζήτηση μέσω περικοπής των φόρων ή αύξησης των δαπανών του. Ωστόσο, στην πράξη, τα υψηλά δημόσια χρέη θέτουν όρια, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά.

Ετσι, τα όποια οφέλη από την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μπορούν να εξανεμισθούν ποικιλοτρόπως, όπως μέσω της αύξησης του κόστους του χρήματος εφόσον το αυξημένο χρέος θα τρομάξει τους επενδυτές, ή μέσω της μείωσης της ιδιωτικής δαπάνης εάν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της κυβέρνησης να ελέγξει το χρέος. Ακόμη όμως και μέσω του ξεσπάσματος μιας τραπεζικής κρίσης, εάν το τραπεζικό κεφάλαιο -ευρέως επενδεδυμένο σε κρατικά ομόλογα- αρχίσει να χάνει την αξία του. Υπάρχει λοιπόν ασυμβίβαστο ανάμεσα στο «φάρμακο» των υψηλότερων ελλειμμάτων και στις παρενέργειές του.

Λιτότητα και ανάκαμψη

Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστηρίζει ότι το αξίας 787 δισεκατομμυρίων δολαρίων πρόγραμμά της τόνωσης της οικονομίας οδήγησε στη διάσωση ή τη δημιουργία 2,8 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Ισως αυτό να ισχύει. Οι δανειοδότες μας διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου, με τα επιτόκια των δεκαετών τίτλων να υπερβαίνουν ελαφρώς το 3%. Στην Ευρώπη όμως η κατάσταση διαφέρει. Το τεράστιο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ανερχόμενο στο 123% του ΑΕΠ της, επέφερε την κάθετη αύξηση των επιτοκίων. Τόσο η Γερμανία όσο και η Βρετανία αναζητούν τώρα τρόπους να περιορίσουν τα δικά τους χρέη ώστε να αποφύγουν τη μοίρα της Ελλάδας!

Ο Μάρτιν Γουλφ, επικεφαλής οικονομολόγος των Financial Times, υποστηρίζει ότι αυτό είναι τρέλα. Η απανταχού λιτότητα σβήνει τις ελπίδες ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το αυτό αναφωνεί και ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος πιστεύει ότι η αμερικανική οικονομία χρειάζεται περισσότερα αναπτυξιακά μέτρα και μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα. «Η τσιγκουνιά, σε μια τέτοια περίοδο, εκθέτει σε κίνδυνο το μέλλον του έθνους», γράφει. Με αυτούς διαφωνεί ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Κένεθ Ρόγκοφ. Μπορεί -υποστηρίζει- τα μέτρα Ομπάμα να αναχαίτισαν την κρίση το 2009, όμως η αύξηση των δαπανών τώρα, που το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ υπερβαίνει το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, θα αποτελούσε το σπόρο μίας μελλοντικής κρίσης. Γι' αυτό, τα δημόσια ελλέιμματα πρέπει να αρχίσουν να μειώνονται σταδιακά.

Υπάρχουν πολλά που δεν καταλαβαίνουν σήμερα οι οικονομολόγοι. Δεν δημιουργεί έκπληξη άλλωστε το γεγονός ότι οι θιασώτες της θεωρίας των «λογικών προσδοκιών», που θέλει τους λαούς να βρίσκουν αυτομάτως τους καλύτερους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κρίσεις, δεν προέβλεψαν τον πανικό που κατέκλυσε τις αγορές. Η αποσύνδεση θεωρίας και πράξης είναι προφανής. Η αντίδραση στην αρχική κρίση ήταν η διάθεση ρευστότητας για να μειωθούν τα επιτόκια και η αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τώρα όμως που τα επιτόκια κυμαίνονται χαμηλά και που τα ελλείμματα είναι υψηλά, τι θα γίνει εάν ξεσπάσει μια νέα κρίση;

Δημόσιες δαπάνες ή δανειοδοτήσεις

Μελέτη των οικονομολόγων Αλμπέρτο Αλεσίνα και Σίλβια Αρντάνια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μείωση των ελλειμμάτων μπορεί να επηρεάσει την οικονομία προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, εάν δοθεί έμφαση στη μείωση των δημοσίων δαπανών και όχι στις φορολογικές αυξήσεις.

Αυτή η πολιτική υποτίθεται ότι ρίχνει τα επιτόκια και τονώνει την εμπιστοσύνη χωρίς να επηρεάζει αρνητικά τα κίνητρα για την απασχόληση και τις νέες επενδύσεις.

Οι μονεταριστές, από την πλευρά τους, πιστεύουν ότι η διοχέτευση σημαντικής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες στις εμπορικές ενθαρρύνει τον δανεισμό και τονώνει την ανάπτυξη, συνάμα δε και τον πληθωρισμό. Πράγματι, από το 2008 και μετά, η Fed διοχέτευσε στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα περί το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Ομως, δεν επαληθεύθηκαν τα παραπάνω. Ο πληθωρισμός παραμένει ελεγχόμενος ενώ τα ανοίγματα των τραπεζών σε δάνεια μειώθηκαν πέρυσι κατά άνω των 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι τράπεζες «κάθονται» πάνω σε έναν πακτωλό ρευστότητας, αλλά δεν τη διοχετεύουν στην αγορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου